- Ἀρίφρων
- Ἀρίφρωνmasc nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀρίφρων — very wise masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αρίφρων — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ποιητής, χοροδιδάσκαλος και υμνογράφος (περ. 440 – 370 π.Χ.). Καταγόταν από τη Σικυώνα. Σώζεται σε μία επιγραφή μόνο ένας ύμνος του προς τη θεά Υγεία. 2. Αθηναίος ευγενής από το ιερατικό γένος των Βουζυγών, παππούς… … Dictionary of Greek
ἀρίφρονα — ἀρίφρων very wise neut nom/voc/acc pl ἀρίφρων very wise masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀρίφρονα — Ἀρίφρων masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀρίφρονος — Ἀρίφρων masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρίφρονος — ἀρίφρων very wise gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ariphron — (Gr. polytonic|Ἀρίφρων) was the name of several people from ancient Greek history:cite encyclopedia | last = Smith | first = William | authorlink = William Smith (lexicographer) | title = Alcmaeonidae | editor = William Smith | encyclopedia =… … Wikipedia
Арифрон — (др. греч. Ἀρίφρων) мужское имя. Известные носители имени Арифрон отец Ксантиппа и дед Перикла, гражданин Афин из рода Алкмеонидов[1][2]. Арифрон брат Перикла … Википедия
φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek